- επαισθημα
- ἐπαίσθημαἐπ-αίσθημα-ατος τό восприятие, ощущение (содержание или результат) Plut., Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επαίσθημα — ἐπαίσθημα, το (Α) η διά μέσου τών αισθήσεων αίσθηση, η αντίληψη … Dictionary of Greek
ἐπαίσθημα — perception neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαισθήμασιν — ἐπαίσθημα perception neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαισθήματα — ἐπαίσθημα perception neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)